- σκότωσα
- σκοτόωdarkenaor ind act 1st sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σκοτῶσα — σκοτάω their sight is darkened pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκοτώσας — σκοτώσᾱς , σκοτάω their sight is darkened pres part act fem acc pl (attic epic doric ionic) σκοτώσᾱς , σκοτάω their sight is darkened pres part act fem gen sg (doric) σκοτώσᾱς , σκοτόω darken aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκοτώνω — σκότωσα, σκοτώθηκα, σκοτωμένος 1. θανατώνω κάποιον: Σκότωσε ο τύραννος όλους τους αντιπάλους του. – Σκοτώθηκε σε τροχαίο ατύχημα. 2. ταλαιπωρώ ψυχικά κάποιον: Αυτή η πράξη του γιου του τον σκότωσε. 3. εξαντλώ κάποιον: Το αφεντικό μάς σκότωσε στη… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σκοτώσασα — σκοτώσᾱσα , σκοτόω darken aor part act fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκοτώνω — Ν 1. θανατώνω, φονεύω (α. «σκότωσε τη γυναίκα του» β. «καὶ σκοτωμένους δυο απ αυτούς, πολλ άσκημα ευρήκα», Ερωτόκρ.) 2. μτφ. α) προκαλώ βαθιά θλίψη και πόνο, ταλαιπωρώ, σωματικά ή ψυχικά, καταβασανίζω (α. «με αυτό που μού είπες μέ σκότωσες» β.… … Dictionary of Greek
κατέπεφνον — (Α) (ποιητ. τ. αόρ. β χωρίς ενεστ.) έσφαξα, σκότωσα, φόνευσα («ὁ δὲ θαρρήσας κατέπεφνεν», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἔ πε φν ον (βλ. λ. θείνω)] … Dictionary of Greek
σκοτώνω — σκοτώνω, σκότωσα βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής